Αναγνώστες

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Μια πρόστυχη αυταπάτη.


Χριστούγεννα. Τα πρώτα σε ιδιόκτητο σπίτι. Δάνειο για δεκαπέντε χρόνια. Γολγοθάς που ανέβηκα μόνη μου. Ξεκάθαρο αυτό από την αρχή. Υπολόγισα και την ηλικία μου όταν θα έφτανα στη κορφή του. Τα κατάφερα και δεν τα κατάφερα .. Άλλο θέμα αυτό βέβαια, δεν φωτογραφίζεται, αλλά πώς να μην αναφερθεί, πάει δίπλα δίπλα με την σημερινή λήψη. Κατέβαινα την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, τότε ήταν το σπίτι Μου, προχωρημένο απόγευμα με φως φυσικό που έμπαινε από τα γυάλινα τούβλα της πρόσοψής του και κοντοστάθηκα σ’ένα σκαλί της, κάθισα και χάζεψα από ψηλά το χώρο. Το καθιστικό με αφράτους καναπέδες χωρίς ίχνος ξύλου στα αγαπημένα μου χρώματα, τα μπλε του ουρανού και της θάλασσας ξαπλωμένους σε ζαχαρένια αμμουδιά. Χωρίς αμμουδιά δεν υπάρχει θάλασσα. Τη μικρή τραπεζαρία σε τριανταφυλλένιο χρώμα δίπλα στο μεγάλο παράθυρο για να φωτίζεται από τον ήλιο και την βαθυκόκκινη ποδιά που είχα στρώσει από κάτω της. Τα τριαντάφυλλα αναζητούν το χρώμα τους. Στο βάθος ένα όριο, ένας πάγκος σε γκριζοπράσινο χρώμα να χωρίζει το νερό και τη φωτιά. Γκρι και απαλό πράσινο στη κουζίνα. Όλα καταλήγουν στα χρώματα της φύσης. Το γκρι ειδικά σε μένα. Ο φόντος μου. Ικανοποίηση. Μου άρεσε ό,τι είχα φτιάξει. Έκανα να σηκωθώ, να κατέβω, να φτιάξω καφεδάκι και να βγω στη βεράντα, εκεί που όλα είναι λευκά. Σκάλωσα. Στο ύψος του σκαλιού και ακριβώς απέναντι, στο τοίχο, Εγώ .. σε ζωγραφιά. Με κοίταξα. Πάντα όταν περνάω από αυτό το σκαλί, με κοιτάω. Όσο και να με κοιτάξω όμως δεν με συνηθίζω. Χρόνια και χρόνια το ίδιο μου λέω: κάτι θα γίνει …
Τι πρόστυχη αυταπάτη!!

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Η πρώτη διαδρομή


Φθινόπωρο. Νύχτα. Πόσο μακρινή η νύχτα αυτή!! Το αυτοκίνητο μάζευε χιλιόμετρα. Πήγαινε προς τη θάλασσα. Με είχες ρωτήσει για το προορισμό μας και χωρίς δεύτερη σκέψη είχα προτείνει την απέραντη παραλία, την αμμουδιά στο φως του φεγγαριού, τα πεύκα που γέρνουν ως τα κύματα, το μικρό σταθμό του τρένου που από χρόνια είχε ερημώσει. Τι ομορφιά!! Συνοδηγός τότε εγώ, αργότερα ανακάλυψα την εκτόνωση της οδήγησης. Η πρώτη διαδρομή μας. Πόσα όνειρα για τις επόμενες… Το λάθος με τα όνειρα όμως και πάλι εκ των υστέρων το διαπίστωσα. Απαράδεκτο να εμμένουμε στην επιθυμία να ονειρευόμαστε κατ’ιδίαν. Κανονικά πρέπει να προσκαλούμε το «θέμα» του ονείρου μας να συμμετέχει κι αυτό στο ονειρικό μας άλλως, μάλλον δεν φτιάχνουμε όνειρα αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων ελαφρούς εφιάλτες. Αργώ στις διαπιστώσεις όμως και εκείνη την πρώτη νυχτερινή διαδρομή μας, με άφταστο ζήλο, έπλεξα όνειρα περίπλοκα. Αρχικά, σαν μια παλιά διαφήμιση, μας είδα έτσι, τους δυό μας να μαζεύουμε χιλιόμετρα κοινής ζωής με έναν και μοναδικό στόχο, να έχει ο ένας τον άλλον για όλα, στη συνέχεια είδα στα πίσω καθίσματα δυό πλασματάκια δικά μας για να τα μεγαλώσουμε και να για να τους μάθουμε όσα θα είχαμε εμείς πριν μοιραστεί και μετά ξανά εμάς τους δυό μονάχους να πηγαίνουμε προς το τέλος της διαδρομής με τον ίδιο μοναδικό στόχο .. Μισάνοιχτο το παράθυρο, δροσερό το αεράκι και το βλέμμα ψηλά στον ουρανό να ελέγξω αν τα άστρα μας κοιτάνε και χωρίς μιλιά, μη χάσω του πλεξίματος το πόντο, υποσχέθηκα να τα καταφέρουμε. Ομολογώ πως δεν φαντάστηκα ποτέ την πολυπλοκότητα της υπόσχεσής μου. Γιατί άραγε πριν αρχίσω το πλέξιμο δεν σε υποχρέωσα να σταματήσεις στην άκρη του δρόμου και γιατί άραγε δεν ρώτησα ευθέως τι στην ευχή είχες στο δικό σου μυαλό όταν ξεκινήσαμε;; Διότι, δεν υπάρχει. Όσο κι αν το έχω ψάξει δεν το βρίσκω. Υποψιάζομαι μόνο πως για όλα φταίει η «φαντασία» μου.

Τούτο πάει μαζί μ’αυτό.  

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Στο καφενείο


Το ραντεβού είχε κλειστεί τηλεφωνικά. Δεν τον ήξερα στην όψη, δεν με ήξερε ούτε εκείνος. Προφανώς ήθελε να με μάθει, ήθελα να τον μάθω. Τζην, λευκό πουκάμισο, σακάκι μαύρο και μπότες. Το συνηθισμένο ντύσιμο για να νιώθω τουλάχιστον άνετα με τα ρούχα μου. Τίποτα άλλο δεν ήταν άνετο εκείνο το βράδυ. Το καφενεδάκι του Χρήστου λίγα μόλις στενά πιο κάτω από τη δουλειά μου. Τελειώνοντας θα σε περιμένω εκεί, του είχα πει. Πολλές φορές είχε κανονιστεί το .. ραντεβού και πολλές φορές είχες ακυρωθεί. Το σχέδιο έλεγε .. όσο αργείς μια υπόσχεση τόσο επιθυμητή γίνεται αυτή, αλλά τότε δεν ήξερα από .. σχέδια. Στη πορεία πάντως μάλλον ξεπέρασα τις προσδοκίες του δασκάλου μου. Και ο δάσκαλος έφτασε σχεδόν συγχρόνως με μένα. Το καφενεδάκι ήταν σχεδόν έρημο κι έτσι λουσμένο στο ψυχρό φως του νέον έφτιαχνε μια ιδανική ατμόσφαιρα για μάθημα. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ενημερωθεί η μαθήτρια για το σεμινάριο που θα παρακολουθούσε. Τι ατυχία κι αυτή .. Όταν σε εκπαιδεύουν να μην στο λένε από πριν, να δώσεις περισσότερη προσοχή, περισσότερη σημασία στις λεπτομέρειες, στην τακτική, στην στρατηγική, σε όλα τέλος πάντων, έτσι, για να εκτιμήσεις την σπουδαιότητα του «μετρ». Παρόλα αυτά εγώ, ακόμα και ανίδεη, έδωσα ρέστα στη προσοχή, στην επιμέλεια, στην ανάλυση και στη σύνθεση και απέδωσα όταν ήρθε η ώρα όλα τα εύσημα γενναιόδωρα. Το πρώτο βήμα λοιπόν όλων των «σεμιναρίων» συναισθηματικού περιεχομένου είναι να δώσεις την εντύπωση του ανασφαλούς, του αγχωμένου, του ανίσχυρου και ιδανικός χώρος ένα μικρό καφενείο.

Το Καφενείο με "καλλιτεχνίζοντα" τρόπο έχει παρουσιαστεί στη meggie εδώ

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Την λένε Μαίρη


Λες και το όνομα έχει σημασία, είναι όμως η αδερφή που δεν έχω, είναι ό,τι πιο δικό μου μού έχει χαρίσει η ζωή.


Ήταν πρωί. Καλοκαίρι. Μόλις είχαν τελειώσει οι εξετάσεις. Πανελλήνιες. Τότε νόμιζα πως είχαν τελειώσει όλα τα δύσκολα του κόσμου, μετά και σιγά-σιγά κατάλαβα πως σχεδόν μόλις άρχιζαν. Για καφέ στην πλατεία της πόλης μου, πολλά παιδιά μαζί, μεγάλη παρέα κι εγώ ανάμεσά τους. Δεν θα το παινευτώ αλλά εκείνης της παρέας ήμουν κάτι σαν διαχειριστής. Όπως μάλλον συμβαίνει σε κάθε παρέα ο καθένας κρατάει κι ένα ρόλο. Μου άρεσε ο δικός μου, είχε απαιτήσεις αλλά χωρίς ιδιαίτερο κόπο τα κατάφερνα άριστα. Έκανα κουμάντο συνύπαρξης σε πάνω από τριάντα παιδιά. Έλυνα κι έδενα μυαλά και καρδιές με τέτοια φροντίδα σαν να έκανα πρόβα για την ενήλικη ζωή μου. Τέσσερα πέντε τραπέζια ενωμένα κάτω από τα μεγάλα πεύκα και εμείς γύρω τους να απολαμβάνουμε το μέγεθος και την ένταση της εφηβείας. Η «φωτό» είχε ήδη εκτυπωθεί μέσα μου. Ξεχωριστή στιγμή όλο τούτο το πανηγύρι που ζούσα, που χαιρόμουν απίστευτα. Τότε, χωρίς κόπο, γελούσα. Έτσι ακριβώς, γελαστή γύρισα το βλέμμα μου προς τα αριστερά μου και τα μάτια μου συνάντησαν κάποια άλλα μάτια αρκετά μακριά μου. Η ανάμνηση της στιγμής μου θυμίζει την .. έκπληξη που ένιωσα. Ναι, ακριβώς αυτό. Τεράστια έκπληξη μπροστά στην ένταση του βλέμματος που δεχόμουν. Έμεινα ακίνητη, σημάδι μου όταν ξαφνιάζομαι, συγχρόνως παρατηρούσα όσο καλύτερα μπορούσα το κορίτσι απέναντί μου. Κάπου το είχα ξαναδεί φυσικά, η πόλη μας μικρή αλλά τίποτα άλλο στη μνήμη, μόνο σαν μια φιγούρα οικεία. Μαζεύτηκα λιγάκι, δεν ήμουν συνηθισμένη σε παρατεταμένα βλέμματα, γύρισα στη παρέα μου αλλά έριχνα και κλεφτές ματιές να βεβαιωθώ πως δεν φαντάστηκα την προσοχή της. Άβολη κατάσταση. Μ’αρέσει να παρατηρώ εγώ, το αντίστροφο δεν το είχα δοκιμάσει τόσο έντονα. Άμυνα ήταν μάλλον το ότι μετακίνησα σε λίγο την καρέκλα μου για να την βγάλω από το οπτικό πεδίο μου. Κίνηση που εξ’ορισμού θα έπρεπε λογικά να την απομακρύνει, να της στείλει το μήνυμα της ενόχλησης. Αυτό όμως δεν συνέβη ούτε τότε, μα ούτε και στα υπόλοιπα είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια που η Μαίρη με «κοιτάζει». Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Σε ελάχιστο χρόνο, βρέθηκε μπροστά μου, μαζί με μια γνωστή ενός φίλου από τη παρέα μου και με πρόφαση να τον χαιρετίσουν μου είπε ευθέως, με λένε Μαίρη, εσύ είσαι η «meggie» και χωρίς πολλά – πολλά κάθισε δίπλα μου. Όσο μού μιλούσε, αποκλειστικά σε μένα, καταλάβαινα πως για πολύ καιρό ήμουν για εκείνη ένας στόχος, μία επιθυμία. Ξάφνιασμα και πάλι …

Έτσι ήρθε στη ζωή μου η Μαίρη … που τώρα πια είναι η Μαίρη Μου …
και αυτή τη στιγμή σκέφτομαι πόσο έντονα διεκδίκησε να αποκτήσει αυτό το «Μου»