Χριστούγεννα. Τα πρώτα σε ιδιόκτητο σπίτι. Δάνειο για δεκαπέντε χρόνια. Γολγοθάς που ανέβηκα μόνη μου. Ξεκάθαρο αυτό από την αρχή. Υπολόγισα και την ηλικία μου όταν θα έφτανα στη κορφή του. Τα κατάφερα και δεν τα κατάφερα .. Άλλο θέμα αυτό βέβαια, δεν φωτογραφίζεται, αλλά πώς να μην αναφερθεί, πάει δίπλα δίπλα με την σημερινή λήψη. Κατέβαινα την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, τότε ήταν το σπίτι Μου, προχωρημένο απόγευμα με φως φυσικό που έμπαινε από τα γυάλινα τούβλα της πρόσοψής του και κοντοστάθηκα σ’ένα σκαλί της, κάθισα και χάζεψα από ψηλά το χώρο. Το καθιστικό με αφράτους καναπέδες χωρίς ίχνος ξύλου στα αγαπημένα μου χρώματα, τα μπλε του ουρανού και της θάλασσας ξαπλωμένους σε ζαχαρένια αμμουδιά. Χωρίς αμμουδιά δεν υπάρχει θάλασσα. Τη μικρή τραπεζαρία σε τριανταφυλλένιο χρώμα δίπλα στο μεγάλο παράθυρο για να φωτίζεται από τον ήλιο και την βαθυκόκκινη ποδιά που είχα στρώσει από κάτω της. Τα τριαντάφυλλα αναζητούν το χρώμα τους. Στο βάθος ένα όριο, ένας πάγκος σε γκριζοπράσινο χρώμα να χωρίζει το νερό και τη φωτιά. Γκρι και απαλό πράσινο στη κουζίνα. Όλα καταλήγουν στα χρώματα της φύσης. Το γκρι ειδικά σε μένα. Ο φόντος μου. Ικανοποίηση. Μου άρεσε ό,τι είχα φτιάξει. Έκανα να σηκωθώ, να κατέβω, να φτιάξω καφεδάκι και να βγω στη βεράντα, εκεί που όλα είναι λευκά. Σκάλωσα. Στο ύψος του σκαλιού και ακριβώς απέναντι, στο τοίχο, Εγώ .. σε ζωγραφιά. Με κοίταξα. Πάντα όταν περνάω από αυτό το σκαλί, με κοιτάω. Όσο και να με κοιτάξω όμως δεν με συνηθίζω. Χρόνια και χρόνια το ίδιο μου λέω: κάτι θα γίνει …
Τι πρόστυχη αυταπάτη!!