Αναγνώστες

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Θάνατος στη Φαντασία .. να ξεμπερδεύουμε

μία λευκή σελίδα,
κάποιες λευκές ώρες -
ελπίζω σε ασυνειδησία -
να κυλήσουν γρήγορα,
να μην τις καταλάβει κανείς,
ούτε εγώ -
προπάντων εγώ -
να φτάσει αυτό που λέμε "άλλη μέρα"
κάπως έτσι
απ'τη μια στην άλλη
να αναστηλωθούν όλες οι μέρες,
απ'όταν οι νύχτες βασίλεψαν
με λευκά φεγγάρια,
ποτές μου δεν αγάπησα το λευκό
κι αυτό με παρηγορεί εκδικητικά ..
αναμενόμεα

μην κοιτάς τους λεπτοδείκτες
εδώ .. γράφεις
να βαρύνεις τα βλέφαρα

τόση αγωνία για να φτιάξεις μια διάθεση!
τι οικτρή ειρωνία!
τι ξόδεμα ηλίθιο!
τι άδειο βλέμμα!

θάνατος στη φαντασία
να ξεμπερδεύουμε ...

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Καλημέρα στη νύχτα που έφτασε

Θά'θελα να γράψω μια ιστορία, μα μου αντιστέκεται. Λες και δεν θέλει να ιστορηθεί από μόνη της κι εγώ επιμένω άσκοπα και αστόχαστα.
----------------------

Κάποτε είχα διαβάσει ένα βιβλίο. Δεν θυμάμαι τούτη τη στιγμή τον τίτλο αλλά το περιεχόμενο. Μια γηραιά κυρία, έγκλειστη σε ένα τρελάδικο, επέμεινε κρυφά να διηγηθεί εγγράφως τη ζωή της που το μεγαλύτερο μέρος της το είχε περάσει σ'αυτό το ίδρυμα. Συνηθίζεται σε τέτοια μέρη και για αυτούς τους ανθρώπους να υπάρχει θεράπων γιατρός με το τίτλο του ψυχίατρου. Έγραφε λοιπόν και χωρίς να δείξει ποτέ το γραπτό της και χωρίς ποτέ αυτό να ανακαλυφθεί έως ότου ήταν ζωντανή "θεραπευόταν" από τον ειδικό. Όταν με το καλό το "κείμενό της" έμεινε απροστάτευτο και εμφανίστηκε η "ασθενής" ολόγυμνη στον γιατρό είχε συμβεί το καταπληκτικό ιατρικό συμβάν. Ο γιατρός δέχτηκε τη "θεραπεία της ασθενούς του" γιατί το κείμενο δεν ήταν απλώς αυτοβιογραφικό. Για την ακρίβεια των όσων θυμάμαι προσθέτω πως η κυρία είχε καταλήξει στο θεραπευτήριο επειδή ποτέ δεν επιδίωξε να φανερώσει τη δική της άποψη για την πορεία της ζωής της. Έζησε εκεί που την έβαλαν, όπως ένιωθε, με επιλογή της απόλυτη, πληρώνοντας το κόστος αυτής της απόφασης με τη στέρηση της "αντικειμενικής" αλήθειας του κόσμου, της επονομαζόμενης "κοινής λογικής" αλλά με την "οικεία" υποκειμενική αλήθεια της, την επονομαζόμενη σκέτα "αλήθεια". Το καταλυτικό γεγονός που την υποχρέωσε στο φυσικό τέλος της ήταν το ότι οι ασθενείς της κλινικής , του γνωστού της κόσμου δηλαδή, έπρεπε να μετακομίσουν. Αρνήθηκε να κάνει κι άλλη επιλογή. Κι έτσι χάθηκε εν γνώση της ...

Η ιστορία μιας τρελής που έζησε με τη γνώση που δεν καταλάβαινε κανείς, εκτός αυτού που τον θεράπευσε.
 ---------------------------
Δεν ξέρω αν η γνώση μετοικεί.
Δεν ξέρω αν υπάρχει θεραπεία.

Καλημέρα στη νύχτα που έφτασε.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Τι ησυχία Θεέ μου …


Δύο δωμάτια, έξυπνα ξέχωρα με ημιδιαφανή χώρισμα. Ένας μικρός διάδρομος, ένα σαλόνι με μια πολυθρόνα, ένα τριθέσιο καναπέ ν’ακουμπάει  τη πλάτη του  σε καθρέφτη, δίπλα ένα μπαράκι και μπροστά από αυτό μια μικρή τραπεζαρία. Απέναντι από τον καναπέ, μετά το τραπεζάκι με όλο το απαραίτητο διαφημιστικό υλικό, ένα γραφείο, επίσης εξοπλισμένο με όλα τα χρειαζούμενα. Λίγα βήματα πιο πέρα, το επόμενο δωμάτιο. Καθρέφτης πάνω σε σκούρο χαμηλό έπιπλο και δίπλα τηλεόραση. Το παράθυρο βλέπει σε ακάλυπτο. Το κρεβάτι μεγάλο σκεπασμένο με εμπριμέ κάλυμμα σε αποχρώσεις του σκούρου πράσινου. Μοκέτα από άκρη σε άκρη, παχιά και ζεστή.

Η πόρτα άνοιξε, καταλάθος ..
-          - Ευτυχώς, είμαστε ήσυχοι
-          - Δυστυχώς, φτάσαμε την ησυχία

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

ΕΓΡΑΨΕ Ο ...

... Εμείς δεν ξέρουμε γιατί ζούμε. Γκρεμίστηκαν οι ναοί της καρδιάς μας και τίποτα δεν μπορούμε να χτίσουμε πάνω στα ρημάδια. Η υπόθεση ξέφυγε από τα χέρια μας. Στην καρδιά μας δεν μένει παρά πίκρα και κενό ...

... Μα τότε γιατί να ζει μια τέτοια άχρηστη καρδιά; ...

... Αδυναμίες αδικαιολόγητες!!! ...

... Μ.ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

τα κουλουράκια


Κως. Υπέροχο νησί. Δεν ξέρω όμως αν ποτέ θα ξαναπάω. Κάποτε μου είχε μπει η ιδέα σ’αυτό το κομμάτι ξηράς να ξορκίσω ό,τι με έπνιγε. Τώρα, μετά από τουλάχιστον μια δεκαπενταετία, ξέρω πως ήταν απλά μια ιδέα.
Έξι μέρες διακοπές. Αλήθεια, τότε από τι χρειαζόμουν διακοπές; Μάλλον πολύ νωρίς είχα απομυθοποιήσει τις «ονειρεμένες» μέρες. Αναζητούσα πάντα την ευτυχία της καθημερινότητας, μόνο που το κόστος της είναι τεράστιο.
Έξι μέρες λοιπόν και η έκτη, η τελευταία, έμεινε χαραγμένη. Στο λιμάνι για την επιστροφή. Όχι, το τέλος δεν μου έφερνε λύπη. Ποτέ. Η όμοια αρχή με δυσκολεύει. Ήταν απόγευμα. Σκέφτηκα ν’αγοράσω κουλουράκια. Η σκέψη καλή, η ποσότητα κακή. Αντί τρία πήρα πέντε. Εκείνα τα δύο παραπάνω έκαναν τη «χαρακιά». Μέχρι το Πειραιά είχα διδαχτεί  το τι είναι «καλό» και τι είναι «κακό».

Μην αγοράσετε ποτέ παραπάνω ακόμα κι όταν το παραπάνω δεν φτάνει.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Ένας καφές


Πάνε πάνω από δυόμιση χρόνια. Εκδρομή στο βουνό. Η τελευταία. Μετά πήρα τα όρη και τα βουνά μόνη μου. Δασικό χωριό. Από κάθε άποψη υπέροχο. Πώς να το περιγράψω; Έχω αρχίσει να πιστεύω πως οι περιγραφές βλάπτουν σοβαρά την .. υγεία και σχεδόν πάντα τη ζωή. Ας είναι. Ξύλινα σπιτάκια με τζάκια και τεράστια παράθυρα να αγναντεύεις έλατα. Μικρές βεράντες για να ρεμβάζεις και να ησυχάζεις. Αν ήμουν μόνη μου, αν μπορούσα να είμαι μόνη μου, ίσως οι εκδρομές των βουνών να ήταν πιο συχνές. Πάντα, το «ίσως» και το «σχεδόν» μας περιορίζει. Δεν συμφωνείτε;
Φτάσαμε μεσημέρι. Θυμάμαι πως η πρώτη σκέψη μου ήταν να ξεκουραστώ. Βασικά να κοιμηθώ. Μεγάλη ανάγκη ο ύπνος όσο και η πολυτέλειά του. Εκείνο το μεσημέρι τα κατάφερα. Βυθίστηκα. Ναι βυθός ήταν. Απεριόριστος γι’αυτό και αξέχαστος. Τα «όρια» που λέγαμε μόνο σε τέτοιο ύπνο χάνονται. Κι έτσι .. κοιμήθηκα. Ξένοιαστη πως δεν περίμενα τίποτα. Και τότε – δηλαδή μετά από κάμποσες ώρες – έλαβα. Τι; Έναν καφέ. Έναν απρόσμενο καφέ, έτσι, σαν δώρο – άδωρο. Με το που άνοιξα τα μάτια μου, μέχρι να επανέλθω και να συναντήσω τα όρια – μην ξεχνιόμαστε – η καλεσμένη μου (!!) στην εκδρομή, μού πρόσφερε ένα φραπεδάκι.
Τι άλλο μπορεί να θέλει κανείς;
Εγώ, δεν χρειάζομαι περισσότερα.

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Μια πρόστυχη αυταπάτη.


Χριστούγεννα. Τα πρώτα σε ιδιόκτητο σπίτι. Δάνειο για δεκαπέντε χρόνια. Γολγοθάς που ανέβηκα μόνη μου. Ξεκάθαρο αυτό από την αρχή. Υπολόγισα και την ηλικία μου όταν θα έφτανα στη κορφή του. Τα κατάφερα και δεν τα κατάφερα .. Άλλο θέμα αυτό βέβαια, δεν φωτογραφίζεται, αλλά πώς να μην αναφερθεί, πάει δίπλα δίπλα με την σημερινή λήψη. Κατέβαινα την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, τότε ήταν το σπίτι Μου, προχωρημένο απόγευμα με φως φυσικό που έμπαινε από τα γυάλινα τούβλα της πρόσοψής του και κοντοστάθηκα σ’ένα σκαλί της, κάθισα και χάζεψα από ψηλά το χώρο. Το καθιστικό με αφράτους καναπέδες χωρίς ίχνος ξύλου στα αγαπημένα μου χρώματα, τα μπλε του ουρανού και της θάλασσας ξαπλωμένους σε ζαχαρένια αμμουδιά. Χωρίς αμμουδιά δεν υπάρχει θάλασσα. Τη μικρή τραπεζαρία σε τριανταφυλλένιο χρώμα δίπλα στο μεγάλο παράθυρο για να φωτίζεται από τον ήλιο και την βαθυκόκκινη ποδιά που είχα στρώσει από κάτω της. Τα τριαντάφυλλα αναζητούν το χρώμα τους. Στο βάθος ένα όριο, ένας πάγκος σε γκριζοπράσινο χρώμα να χωρίζει το νερό και τη φωτιά. Γκρι και απαλό πράσινο στη κουζίνα. Όλα καταλήγουν στα χρώματα της φύσης. Το γκρι ειδικά σε μένα. Ο φόντος μου. Ικανοποίηση. Μου άρεσε ό,τι είχα φτιάξει. Έκανα να σηκωθώ, να κατέβω, να φτιάξω καφεδάκι και να βγω στη βεράντα, εκεί που όλα είναι λευκά. Σκάλωσα. Στο ύψος του σκαλιού και ακριβώς απέναντι, στο τοίχο, Εγώ .. σε ζωγραφιά. Με κοίταξα. Πάντα όταν περνάω από αυτό το σκαλί, με κοιτάω. Όσο και να με κοιτάξω όμως δεν με συνηθίζω. Χρόνια και χρόνια το ίδιο μου λέω: κάτι θα γίνει …
Τι πρόστυχη αυταπάτη!!

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Η πρώτη διαδρομή


Φθινόπωρο. Νύχτα. Πόσο μακρινή η νύχτα αυτή!! Το αυτοκίνητο μάζευε χιλιόμετρα. Πήγαινε προς τη θάλασσα. Με είχες ρωτήσει για το προορισμό μας και χωρίς δεύτερη σκέψη είχα προτείνει την απέραντη παραλία, την αμμουδιά στο φως του φεγγαριού, τα πεύκα που γέρνουν ως τα κύματα, το μικρό σταθμό του τρένου που από χρόνια είχε ερημώσει. Τι ομορφιά!! Συνοδηγός τότε εγώ, αργότερα ανακάλυψα την εκτόνωση της οδήγησης. Η πρώτη διαδρομή μας. Πόσα όνειρα για τις επόμενες… Το λάθος με τα όνειρα όμως και πάλι εκ των υστέρων το διαπίστωσα. Απαράδεκτο να εμμένουμε στην επιθυμία να ονειρευόμαστε κατ’ιδίαν. Κανονικά πρέπει να προσκαλούμε το «θέμα» του ονείρου μας να συμμετέχει κι αυτό στο ονειρικό μας άλλως, μάλλον δεν φτιάχνουμε όνειρα αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων ελαφρούς εφιάλτες. Αργώ στις διαπιστώσεις όμως και εκείνη την πρώτη νυχτερινή διαδρομή μας, με άφταστο ζήλο, έπλεξα όνειρα περίπλοκα. Αρχικά, σαν μια παλιά διαφήμιση, μας είδα έτσι, τους δυό μας να μαζεύουμε χιλιόμετρα κοινής ζωής με έναν και μοναδικό στόχο, να έχει ο ένας τον άλλον για όλα, στη συνέχεια είδα στα πίσω καθίσματα δυό πλασματάκια δικά μας για να τα μεγαλώσουμε και να για να τους μάθουμε όσα θα είχαμε εμείς πριν μοιραστεί και μετά ξανά εμάς τους δυό μονάχους να πηγαίνουμε προς το τέλος της διαδρομής με τον ίδιο μοναδικό στόχο .. Μισάνοιχτο το παράθυρο, δροσερό το αεράκι και το βλέμμα ψηλά στον ουρανό να ελέγξω αν τα άστρα μας κοιτάνε και χωρίς μιλιά, μη χάσω του πλεξίματος το πόντο, υποσχέθηκα να τα καταφέρουμε. Ομολογώ πως δεν φαντάστηκα ποτέ την πολυπλοκότητα της υπόσχεσής μου. Γιατί άραγε πριν αρχίσω το πλέξιμο δεν σε υποχρέωσα να σταματήσεις στην άκρη του δρόμου και γιατί άραγε δεν ρώτησα ευθέως τι στην ευχή είχες στο δικό σου μυαλό όταν ξεκινήσαμε;; Διότι, δεν υπάρχει. Όσο κι αν το έχω ψάξει δεν το βρίσκω. Υποψιάζομαι μόνο πως για όλα φταίει η «φαντασία» μου.

Τούτο πάει μαζί μ’αυτό.  

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Στο καφενείο


Το ραντεβού είχε κλειστεί τηλεφωνικά. Δεν τον ήξερα στην όψη, δεν με ήξερε ούτε εκείνος. Προφανώς ήθελε να με μάθει, ήθελα να τον μάθω. Τζην, λευκό πουκάμισο, σακάκι μαύρο και μπότες. Το συνηθισμένο ντύσιμο για να νιώθω τουλάχιστον άνετα με τα ρούχα μου. Τίποτα άλλο δεν ήταν άνετο εκείνο το βράδυ. Το καφενεδάκι του Χρήστου λίγα μόλις στενά πιο κάτω από τη δουλειά μου. Τελειώνοντας θα σε περιμένω εκεί, του είχα πει. Πολλές φορές είχε κανονιστεί το .. ραντεβού και πολλές φορές είχες ακυρωθεί. Το σχέδιο έλεγε .. όσο αργείς μια υπόσχεση τόσο επιθυμητή γίνεται αυτή, αλλά τότε δεν ήξερα από .. σχέδια. Στη πορεία πάντως μάλλον ξεπέρασα τις προσδοκίες του δασκάλου μου. Και ο δάσκαλος έφτασε σχεδόν συγχρόνως με μένα. Το καφενεδάκι ήταν σχεδόν έρημο κι έτσι λουσμένο στο ψυχρό φως του νέον έφτιαχνε μια ιδανική ατμόσφαιρα για μάθημα. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν είχε ενημερωθεί η μαθήτρια για το σεμινάριο που θα παρακολουθούσε. Τι ατυχία κι αυτή .. Όταν σε εκπαιδεύουν να μην στο λένε από πριν, να δώσεις περισσότερη προσοχή, περισσότερη σημασία στις λεπτομέρειες, στην τακτική, στην στρατηγική, σε όλα τέλος πάντων, έτσι, για να εκτιμήσεις την σπουδαιότητα του «μετρ». Παρόλα αυτά εγώ, ακόμα και ανίδεη, έδωσα ρέστα στη προσοχή, στην επιμέλεια, στην ανάλυση και στη σύνθεση και απέδωσα όταν ήρθε η ώρα όλα τα εύσημα γενναιόδωρα. Το πρώτο βήμα λοιπόν όλων των «σεμιναρίων» συναισθηματικού περιεχομένου είναι να δώσεις την εντύπωση του ανασφαλούς, του αγχωμένου, του ανίσχυρου και ιδανικός χώρος ένα μικρό καφενείο.

Το Καφενείο με "καλλιτεχνίζοντα" τρόπο έχει παρουσιαστεί στη meggie εδώ

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Την λένε Μαίρη


Λες και το όνομα έχει σημασία, είναι όμως η αδερφή που δεν έχω, είναι ό,τι πιο δικό μου μού έχει χαρίσει η ζωή.


Ήταν πρωί. Καλοκαίρι. Μόλις είχαν τελειώσει οι εξετάσεις. Πανελλήνιες. Τότε νόμιζα πως είχαν τελειώσει όλα τα δύσκολα του κόσμου, μετά και σιγά-σιγά κατάλαβα πως σχεδόν μόλις άρχιζαν. Για καφέ στην πλατεία της πόλης μου, πολλά παιδιά μαζί, μεγάλη παρέα κι εγώ ανάμεσά τους. Δεν θα το παινευτώ αλλά εκείνης της παρέας ήμουν κάτι σαν διαχειριστής. Όπως μάλλον συμβαίνει σε κάθε παρέα ο καθένας κρατάει κι ένα ρόλο. Μου άρεσε ο δικός μου, είχε απαιτήσεις αλλά χωρίς ιδιαίτερο κόπο τα κατάφερνα άριστα. Έκανα κουμάντο συνύπαρξης σε πάνω από τριάντα παιδιά. Έλυνα κι έδενα μυαλά και καρδιές με τέτοια φροντίδα σαν να έκανα πρόβα για την ενήλικη ζωή μου. Τέσσερα πέντε τραπέζια ενωμένα κάτω από τα μεγάλα πεύκα και εμείς γύρω τους να απολαμβάνουμε το μέγεθος και την ένταση της εφηβείας. Η «φωτό» είχε ήδη εκτυπωθεί μέσα μου. Ξεχωριστή στιγμή όλο τούτο το πανηγύρι που ζούσα, που χαιρόμουν απίστευτα. Τότε, χωρίς κόπο, γελούσα. Έτσι ακριβώς, γελαστή γύρισα το βλέμμα μου προς τα αριστερά μου και τα μάτια μου συνάντησαν κάποια άλλα μάτια αρκετά μακριά μου. Η ανάμνηση της στιγμής μου θυμίζει την .. έκπληξη που ένιωσα. Ναι, ακριβώς αυτό. Τεράστια έκπληξη μπροστά στην ένταση του βλέμματος που δεχόμουν. Έμεινα ακίνητη, σημάδι μου όταν ξαφνιάζομαι, συγχρόνως παρατηρούσα όσο καλύτερα μπορούσα το κορίτσι απέναντί μου. Κάπου το είχα ξαναδεί φυσικά, η πόλη μας μικρή αλλά τίποτα άλλο στη μνήμη, μόνο σαν μια φιγούρα οικεία. Μαζεύτηκα λιγάκι, δεν ήμουν συνηθισμένη σε παρατεταμένα βλέμματα, γύρισα στη παρέα μου αλλά έριχνα και κλεφτές ματιές να βεβαιωθώ πως δεν φαντάστηκα την προσοχή της. Άβολη κατάσταση. Μ’αρέσει να παρατηρώ εγώ, το αντίστροφο δεν το είχα δοκιμάσει τόσο έντονα. Άμυνα ήταν μάλλον το ότι μετακίνησα σε λίγο την καρέκλα μου για να την βγάλω από το οπτικό πεδίο μου. Κίνηση που εξ’ορισμού θα έπρεπε λογικά να την απομακρύνει, να της στείλει το μήνυμα της ενόχλησης. Αυτό όμως δεν συνέβη ούτε τότε, μα ούτε και στα υπόλοιπα είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια που η Μαίρη με «κοιτάζει». Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Σε ελάχιστο χρόνο, βρέθηκε μπροστά μου, μαζί με μια γνωστή ενός φίλου από τη παρέα μου και με πρόφαση να τον χαιρετίσουν μου είπε ευθέως, με λένε Μαίρη, εσύ είσαι η «meggie» και χωρίς πολλά – πολλά κάθισε δίπλα μου. Όσο μού μιλούσε, αποκλειστικά σε μένα, καταλάβαινα πως για πολύ καιρό ήμουν για εκείνη ένας στόχος, μία επιθυμία. Ξάφνιασμα και πάλι …

Έτσι ήρθε στη ζωή μου η Μαίρη … που τώρα πια είναι η Μαίρη Μου …
και αυτή τη στιγμή σκέφτομαι πόσο έντονα διεκδίκησε να αποκτήσει αυτό το «Μου»   

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Ενημερωτικό


Πολλές φορές έχω σκεφτεί να γράψω μια ιστορία, μπορεί δική μου, μπορεί δική σου, δεν έχει σημασία.
Διαλέγω μια γραμματοσειρά που με οδηγεί χρόνια πίσω όταν χτύπαγα για χάρη εκμάθησης μια παλιά γραφομηχανή. Γοητεία η μαύρη σιδερένια γραφομηχανή!! Δεν άργησα όμως πολύ να μάθω τη σειρά των πλήκτρων και τον συνδυασμό των δακτύλων κι έτσι, αναγκαστικά και χωρίς να ξέρω γιατί, την εγκατέλειψα. Σαν μάθηση μου φαίνεται τώρα που προοριζόταν για το μέλλον. Το μέλλον είναι πια το τώρα και ενδεχομένως το απώτερο μέλλον δεν είναι και τόσο μακριά.
Το λοιπόν, λέξεις ξέρω, αρκετές, ίσως και παραπάνω από όσες χρειάζομαι, ιστορία θέλω να γράψω άλλωστε και όχι βιβλίο, υπομονή έχω αλλά και πάλι μάλλον όχι την απαιτούμενη, πάντως το κυριότερο που απουσιάζει είναι ο χρόνος γιατί «ιστορία» έχω. Ακόμα θα πρέπει να βρω και αποδέκτη γιατί όταν θέλεις κάτι να πεις, το έχεις πει ήδη με πάμπολλους τρόπους σε σένα τον ίδιον και η επανάληψη καλή μεν, κουραστική δε γιατί τα «ξέρεις» ήδη όλα, και τα πριν και τα μεσαία και τα κατοπινά. Άρα κάπου αλλού, έτσι πρωτόφαντα πρέπει να παρουσιαστούν.
Η συμβουλή όλων είναι: πες τα γιατί θα σε καταπιούν, όμως αν δεν καταπιείς, δεν χωνεύεις.

Χώνεψα. Ξεκινάω. Με το καλό, εύχομαι κατά μόνας.
Βρίσκω το χρόνο, νυχτερινές ώρες και κατά προτίμηση κείνες τις δύσκολες που ο ύπνος έρχεται εύκολα από την κούραση της μέρας αλλά το πείσμα της ανιαρής καθημερινότητας τον διώχνει με διάφορα τερτίπια κι ας ξέρει πως την επόμενη μέρα οι ώρες της δουλειάς θα ταξιδευτούν με δυσκολία.
Βρίσκω τον τόπο, ένα μπλογκάκι, σαν μια νιφάδα που ξέφυγε από την φωτογραφία της Μέγκυς.
Βρίσκω τον σκοπό, χωρίς βιασύνες, ανάλαφρα και διεξοδικά να αναζητήσω την μόνη δραστηριότητα που δεν μπορώ να αρνηθώ, τη σκέψη μου.